- κομμουνίζω
- [κομμούνα]1. διάκειμαι φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα και τα μέλη του2. κλίνω, ρέπω προς τον κομμουνισμό3. ασπάζομαι τις ιδέες και τις αρχές τού κομμουνισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομμούνα — Βλ. λ. Κομούνα. * * * η 1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία 2. το σύνολο τών κομμουνιστών 3. (υβριστικά) κομμουνιστής 4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού» α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek